- εκτελωνιστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκτελωνισμό, στην εκτελώνιση («εκτελωνιστικές εργασίες»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκτελωνιστικάτα έξοδα για την εκτελώνιση και ειδικά η αμοιβή τού εκτελωνιστή.
Dictionary of Greek. 2013.